- τρώγμα
- τὸ, Α [τρώγω]συν. στον πληθ. τὰ τρώγματατα τρωγάλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρώγματ' — τρώγματα , τρῶγμα neut nom/voc/acc pl τρώγματι , τρῶγμα neut dat sg τρώγματε , τρῶγμα neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)